απορροφητήρας

απορροφητήρας
ο
συσκευή για την απορρόφηση υδρατμών, οσμών, σκόνης κτλ.: Ο απορροφητήρας της κουζίνας μας δεν τραβά καλά τις μυρουδιές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απορροφητήρας — ο κατάλληλη διάταξη (ανεμιστήρας) που απορροφά αέρια ή λεπτόκοκκα υλικά δημιουργώντας κατάλληλο κενό …   Dictionary of Greek

  • σάρωθρο — το / σάρωτρον, ΝΜ η σκούπα νεοελλ. φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα β) «μηχανικό σάρωθρο» τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ( ώνω) + επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”